BIBIEN ΓΟΥΕΣΤΓΟΥΝΤ
Την περασμένη Τρίτη η Βίβιεν Γουέστγουντ ζορίστηκε πολύ. Θέλησε να παρουσιάσει στο κοινό της ένα είδος πολιτιστικού μανιφέστου, σε μορφή μονόπρακτου, στο οποίο η ίδια θα έπαιζε όλους τους ρόλους. Το θέμα της ήταν η Τέχνη, γενικώς, και η άποψή της ότι είναι μια μορφή έκφρασης αντικειμενική, όχι υποκειμενική, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Αν και ακαδημαϊκό το θέμα, ο κόσμος άρχισε να συρρέει στην ειδική τέντα που στήθηκε για το ωραίο δραματάκι.Η Βίβιεν ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε να παίζει. Υποτίθεται ενσάρκωνε εναλλάξ τον Διογένη τον Κυνικό, την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, τον Αριστοτέλη και τον Πινόκιο. Χωρίς καν να αλλάζει τον τόνο της φωνής της υποδυόταν πότε τον έναν, πότε τον άλλο, σε μια συζήτηση που κύκλωνε διαρκώς το θέμα της λεγόμενης εννοιακής τέχνης, και ειδικότερα τις απόψεις του Μαρσέλ Ντισάν. «Στις τέχνες της αναπαράστασης δεν βλέπω τίποτε αξιόλογο αυτή την εποχή» είπε, σαν να χρησμοδοτεί.Αλλά, όπως γράφουν οι εφημερίδες, το κοινό βαρέθηκε. Οι ανιόντες φίλοι της μόδας (και φίλοι της Ντόροθι) που πήγαν για να θαυμάσουν την εκκωφαντική τους μούσα, άρχισαν να σηκώνονται επιδεικτικά και με στεναγμούς αποδοκιμασίας να αποχωρούν. Η Βίβιεν τραύλισε, σταμάτησε να υποδύεται το σχιζοφρενικό νευρόσπαστο, γύρισε στο κοινό και περίπου είπε:«Μα τι θέλετε επιτέλους; Υποτίθεται ήρθαμε εδώ να διαλογιστούμε για την Τέχνη, ως κάτι αντικειμενικό που απαιτεί τρομερή πειθαρχία και μέσα στο μικρόκοσμό της κρύβει μια ουσιώδη σύνοψη και μίμηση του κόσμου. Τι πάθατε και κάνετε έτσι; Δεν καταλαβαίνετε ότι δεν γίνεται από 'κεί που είμαι ο Διογένης να φεύγω από τη σκηνή, να βάζω ένα τούλι πάνω μου και να γυρνάω να κάνω την Ωραία Κοιμωμένη; Θέλει κόπο το ραπάνι, πρέπει να ζοριστείτε λίγο για να κοινωνήσετε του υψηλού νοήματος, πρέπει να ματώσετε και να εκπαιδευτείτε».Αλλά κανείς δεν θέλει να ματώσει την σήμερον ημέρα, ειδικά αν είναι καλοκαιρινό βραδάκι στο Λονδίνο, τα 'χεις φτύσει όλη μέρα στη δουλειά και σαν να μην έφτανε αυτό, μια σαλεμένη γρια πανκ σού λέει ξαναμασημένες μπούρδες περί τέχνης, με σκηνική αντίληψη μηδέν. Τα τριπάκια του καθένας στο σπίτι του. Το σημερινό κοινό σέβεται όλο και λιγότερο το σαλτάρισμα ή τις μονομανίες του καθενός, είναι ανυπόμονο, αγενές και αυστηρό -και καλά κάνει. Η ευμάρεια έχει δημιουργήσει έναν αχανή εσμό ημικαλλιτεχνών που ακκίζονται δημοσίως με βλακώδη αποτελέσματα. Και με δυσανάλογη πόζα. Τόνοι τέχνης παράγονται αβέρτα, σε όλους τους τομείς, και με ανήλεες προμόσιον προσπαθούν να πάρουν το χρίσμα της σοβαρής και να λεηλατήσουν την προσοχή του κόσμου. Είναι φυσικό το κοινό να αντιδρά σε αυτήν την πλημμυρίδα σπουδαιοφανών σκουπιδιάρηδων και η καχυποψία του να παίρνει μπάλα και τους ελάχιστους σοβαρούς, που φύσει, εφ' όσον είναι πειραματικοί και πρωτοποριακοί, δεν είναι εύληπτοι και οικείοι.Λογικό λοιπόν να πληρώσει η Βίβιεν τα τσιλιμπουρδίσματά της. Σύντομα έμεινε με ελάχιστα fashion victims στην αποδεκατισμένη τέντα και αναγκάστηκε να συντομεύσει την εποποιία της. Ενας δημοσιογράφος την πλησίασε και για να την παρηγορήσει της ζήτησε να κατονομάσει τα αγαπημένα της έργα τέχνης. Απάντησε:«Αγαπώ τους τελευταίους πίνακες του Τισιανού, ειδικά εκείνον με την Αρτεμη και τον Ακταίωνα στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου».Μετά, σταμάτησε, δαγκώθηκε και κατέληξε:«Πάντως, κανένας μας δεν ξέρει τι πραγματικά είναι Τέχνη. Υποθέσεις κάνουμε και νομίζουμε ότι είναι καλό να διοργανώνουμε περισσότερα φεστιβάλ και να ενθαρρύνουμε τη δημιουργικότητα μέσα από τις κεντήστρες της Λιθουανίας. Ετσι όπως πάει το πράγμα, σύντομα θα καταλήξουμε να βιάζουμε Κοζάκους!».Θεότρελη γριά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου